Υπεγράφη στο Ρότερνταμ της Ολλανδίας, τη Δευτέρα 30 Ιανουαρίου, από την εκπρόσωπο του ΥΠ.ΠΟ.Α, δρα Μαρία Ανδρεαδάκη – Βλαζάκη, γενική γραμματέα του υπουργείου Πολιτισμού, η αναθεωρημένη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Κινηματογραφική Συμπαραγωγή.
Η ως άνω Σύμβαση προέκυψε από την αναθεώρηση και επικαιροποίηση της πολύ επιτυχημένης Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τις Κινηματογραφικές Συμπαραγωγές που είχε υπογραφεί τον Οκτώβριο 1992, άρχισε να εφαρμόζεται την 1η Απριλίου 1994 και έχει κυρωθεί από 43 κράτη-μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης. Η αναθεώρησή της δρομολογήθηκε είκοσι χρόνια αργότερα, με στόχο να ενσωματωθούν οι σημαντικές τεχνολογικές και χρηματοδοτικές αλλαγές που έχουν συντελεστεί, αλλά και το έντονο ενδιαφέρον που εκδηλώνεται παγκοσμίως για πολυμερείς διεθνείς κινηματογραφικές συμπαραγωγές.
Η αναθεωρημένη Σύμβαση υπηρετεί αυτό το στόχο με δύο σημαντικές τροποποιήσεις:
-Τη διεύρυνσή της πέραν των χωρών του Συμβουλίου της Ευρώπης σε όλες τις χώρες του κόσμου, μετά από αίτημα των ενδιαφερομένων χωρών.
-Τη μείωση του ελάχιστου και την αύξηση του μέγιστου επιτρεπτού ποσοστού συμμετοχής του παραγωγού κάθε χώρας στο κινηματογραφικό έργο.
– Επιπλέον, η αναθεωρημένη Σύμβαση εκσυγχρονίζεται τεχνολογικά, απλουστεύονται οι διαδικασίες εφαρμογής της και κάνει ευκολότερη την απόφαση των παραγωγών να συμμετάσχουν σε ταινίες διεθνούς συμπαραγωγής.
Η χώρα μας είναι μία από τις πρώτες δέκα που υπέγραψαν τη νέα Σύμβαση διότι οι παρεμβάσεις μας που ενσωματώθηκαν σε αυτή λειτουργούν προς όφελος των επαγγελματιών του ελληνικού κινηματογράφου, διευκολύνοντας την εξωστρέφειά τους.
Το όφελος των Ελλήνων παραγωγών δεν περιορίζεται μόνο στο ότι μπορούν πλέον να συμμετέχουν σε μία διεθνή συμπαραγωγή υψηλού προϋπολογισμού με μόλις το 5% και να γίνουν αποκλειστικοί ιδιοκτήτες εκμετάλλευσης του έργου στην Ελλάδα και την Κύπρο και ιδιοκτήτες εκμετάλλευσης κατά το αναλογούν ποσοστό τους στον υπόλοιπο κόσμο, έναντι του 20 ή 10% που ορίζει η Σύμβαση του 1992.
Συμπληρωματικά, το όφελος αυτό επεκτείνεται και στις ταινίες διεθνούς συμπαραγωγής – ελληνικής πρωτοβουλίας – όπου ο ελληνικός όμιλος μπορεί να εξασφαλίσει το μέγιστο ποσοστό σε ταινίες μεσαίου ή χαμηλού προϋπολογισμού με ελάχιστη συμμετοχή άλλων χωρών, οι οποίες όμως υποχρεούνται να αναγνωρίσουν την ταινία ως εθνική και να της εξασφαλίσουν εμπορική καριέρα στη χώρα τους ως εθνική ταινία.
Επιπλέον, η Σύμβαση αυτή έχει βαρύνουσα σημασία για τους Έλληνες παραγωγούς ταινιών διότι μπορεί να εφαρμοστεί και ως διακρατική Σύμβαση με όσες χώρες την υπογράψουν και με τις οποίες η Ελλάδα δεν έχει διακρατική σύμβαση για τις κινηματογραφικές συμπαραγωγές.
Καθ’ ύλην αρμόδιος φορέας παρακολούθησης και εφαρμογής της Σύμβασης στην Ελλάδα είναι το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου. Η συμβολή του Κέντρου υπήρξε καθοριστική στην ενσωμάτωση των ελληνικών θέσεων στη σύμβαση. Στις εργασίες και τις διαδικασίες για την αναθεώρησή της συμμετείχε, ως εθνικός εμπειρογνώμονας, εντεταλμένος από το ΥΠ.ΠΟ.Α, ο κ. Γιάννης Ηλιόπουλος, διευθυντής ανάπτυξης και παραγωγής στο ΕΚΚ.
Τη γενική εποπτεία για την τήρηση της Σύμβασης έχει το Ταμείο Eurimages του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Η τελετή υπογραφής της αναθεωρημένης σύμβασης πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 46ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Ρότερνταμ.
Εκτός της Ελλάδας τη Σύμβαση υπέγραψαν ως πρώτες χώρες η Ολλανδία, το Λουξεμβούργο, η Μάλτα, η Ιταλία, η Νορβηγία, η Πορτογαλία, η Σερβία, η Σλοβακία και η Σλοβενία.