Σε μια εποχή, όπου η συγκυρία δυσκολιών και προκλήσεων είναι ιδιαίτερα έντονη, η τρέχουσα τουριστική σαιζόν ανέδειξε έντονα σημάδια κόπωσης, η αγοραστική δύναμη μειώνεται εν αντιθέσει με το κόστος λειτουργίας το οποίο αυξάνεται, ο ελληνικός τουρισμός καλείται να αντιμετωπίσει την οικονομική επιβάρυνση που απορρέει από τα παράλογα εισπρακτικά μέτρα και να καταστεί βιώσιμη.
Το διοικητικό συμβούλιο το συνδέσμου ανέφερε, “Ο τουρισμός έχει διαχρονικά αποδείξει την σημαντική συνεισφορά του στο ισοζύγιο της χώρας και κατ επέκταση στην ελληνική οικονομία.
Η αύξηση του τέλους ανθεκτικότητας για την κλιματική αλλαγή κατά 50% καθώς και του φόρου παρεπιδημούντων κατά 50%, θα επηρεάσουν αρνητικά την ανταγωνιστικότητα του τουρισμού καθώς έρχονται να προστεθούν στο κόστος των διακοπών των επισκεπτών μας και να στερήσει έσοδα από όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη που εμπλέκονται με τον τουρισμό.
Οι ελληνικοί προορισμοί πλέον θα αναγκαστούν να παρέχουν ένα ακριβότερο τουριστικό πακέτο ενώ ο ανταγωνισμός είναι εξαιρετικά έντονος από τις γειτονικές χώρες.
Η ανταγωνιστικότητα στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις πλήττεται καθώς αδυνατούν να ανταπεξέλθουν σε αυτές τις επιβαρύνσεις καθιστώντας τις μη βιώσιμες με κίνδυνο την εξαγορά τους από τράπεζες, ξένα funds και πολυεθνικές. Ταυτόχρονα δεν υπάρχει καμία ενημέρωση και κανένας απολογισμός για τον τρόπο με τον οποίο αξιοποιήθηκαν τα έσοδα του τέλους ανθεκτικότητας και το πως αξιοποιήθηκαν οι συγκεκριμένοι οικονομικοί πόροι.
Ο ξενοδοχειακός κλάδος αναγνωρίζει ότι πρέπει να συμβάλει στην κρατική ενίσχυση για την προστασία του περιβάλλοντος, όμως οφείλουμε να προστατεύσουμε την ανταγωνιστικότητα του τουριστικού προϊόντος, η οποία είναι βέβαιο ότι μακροπρόθεσμα θα πληγεί λόγω της τιμωρητικής αυτής πολιτικής.
Ο Σύνδεσμος Ξενοδόχων Κρήτης επισημαίνει την επιτακτική ανάγκη για ουσιαστικό και γόνιμο διάλογο με τον Πρωθυπουργό και το αρμόδιο υπουργείο για επανεξέταση των μέτρων για ουσιαστική ανάπτυξη και ποιοτική αναβάθμιση του τουριστικού προϊόντος για την βιωσιμότητα επιχειρήσεων και τοπικών κοινωνιών.”