ΤΟ Airports Council International (ACI) World δημοσίευσε την τελευταία του τριμηνιαία έκθεση προοπτικής για την κυκλοφορία των αεροδρομίων, δείχνοντας ότι η ισχυρή ζήτηση αεροπορικών ταξιδιών θα συνεχίσει να βελτιώνεται κατά τη θερινή περίοδο του βόρειου ημισφαιρίου.
Τα κυριότερα σημεία από το 13ο συμβουλευτικό δελτίο του ACI World σχετικά με τον αντίκτυπο του COVID-19 στις δραστηριότητες των αεροδρομίων — και την πορεία προς την ανάκαμψη κάνουν λόγο για:
Η χαλάρωση του πληθωρισμού και η αύξηση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών στις περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ, σε συνδυασμό με τη μείωση των τιμών των καυσίμων αεροσκαφών, υποδηλώνουν συνεχή ισχυρή ζήτηση αεροπορικών ταξιδιών που θα συνεχίσει να βελτιώνεται κατά τη θερινή περίοδο.
Τα αεροδρόμια προβλέπεται να υποδεχθούν 2,7 δισεκατομμύρια επιβάτες το β’ τρίμηνο του 2023 και 2,9 δισεκατομμύρια το γ’ τρίμηνο του 2023.
Ο παγκόσμιος όγκος επιβατών προβλέπεται να φτάσει τα 8,4 δισεκατομμύρια το 2023, αντιπροσωπεύοντας το 92% των επιπέδων του 2019.
Το άνοιγμα της οικονομίας της Κίνας συμβάλλει περαιτέρω στην παγκόσμια δραστηριότητα και τα διεθνή αεροπορικά ταξί
δια. Η οικονομία της ξεπέρασε τις προσδοκίες το α’ τρίμηνο του 2023, με την αύξηση του ΑΕΠ να επιταχύνεται στο 4,5% από 2,9% το δ’ τρίμηνο του 2022.
Η περιοχή Ασίας-Ειρηνικού αναμένεται να ανακάμψει το 2023, φτάνοντας τα 2,9 δισεκατομμύρια, ή το 85,3% των επιπέδων του 2019.
Το μερίδιο των διεθνών επιβατών αναμένεται να αποτελέσει το 38% του συνόλου των επιβατών το 2023, κοντά στο 42% του μεριδίου κίνησης που επετεύχθη το 2019.
Ο γενικός διευθυντής του ACI World Luis Felipe de Oliveira δήλωσε: «Η αύξηση του όγκου των επιβατών και η αύξηση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών στις περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ, σε συνδυασμό με τη μείωση των τιμών των αεροπορικών καυσίμων υποδηλώνουν ότι η ζήτηση για αεροπορικά ταξίδια θα παραμείνει ισχυρή κατά τη θερινή περίοδο του βόρειου ημισφαιρίου. Το άνοιγμα των κινεζικών αεροπορικών αγορών αντιπροσωπεύει ιδιαίτερα θετική πρόοδο στην παγκόσμια δραστηριότητα και τη ζήτηση των αεροπορικών ταξιδιών.
Αλλά πρέπει να είμαστε σε εγρήγορση. Οι προβλέψεις για την ανάπτυξη του ΑΕΠ έχουν μετριαστεί και οι τιμές της ενέργειας και των τροφίμων, αν και μειώθηκαν από τα κορυφαία τους επίπεδα, παραμένουν υψηλότερα από τα προ πανδημίας επίπεδα. Ο πληθωρισμός θα αποτελέσει επίσης πρόβλημα βραχυπρόθεσμα, επιβαρύνοντας την οικονομική βιωσιμότητα των αεροδρομίων, καθώς αντιμετωπίζουν αυξημένο λειτουργικό κόστος.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι ρυθμιστικές αρχές πρέπει να υποστηρίζουν τα αεροδρόμια επιτρέποντάς τους να λειτουργούν ως επιχειρήσεις από μόνα τους. Σε πολλές δικαιοδοσίες, τα αεροδρόμια δεν μπορούν να προσαρμόσουν τις χρεώσεις χωρίς ρυθμιστική έγκριση – αντίθετα, οι αεροπορικές εταιρείες μπορούν ελεύθερα να προσαρμόσουν τα τιμολόγιά τους με βάση τους παράγοντες ζήτησης και προσφοράς. Οι ευέλικτες πολιτικές στις χρεώσεις μπορούν να βοηθήσουν τα αεροδρόμια να ανακάμψουν και να αναπτυχθούν βιώσιμα, να βελτιστοποιήσουν τη χρήση της υποδομής και την εμπειρία των πελατών, να επενδύσουν σε τρέχουσες και μελλοντικές υποδομές, να επιτύχουν τους στόχους απαλλαγής από τις ανθρακούχες εκπομπές και να μεγιστοποιήσουν τα κοινωνικά και οικονομικά οφέλη των αεροδρομίων -μεταξύ πολλών άλλων οφελών».