Αυτό αναφέρει σε έκθεση του το Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων στη Ρώμη. Το 2021 από το σύνολο των ελληνικών εξαγωγών στην Ιταλία το 1/3 αφορούσε αγροδιατροφικά προϊόντα, αξίας άνω των 1,2 δισ. ευρώ Σύμφωνα με την έκθεση κρίνεται σκόπιμο να υλοποιηθεί η θεσμική συνεργασία κεντρικών αγορών της χώρας μας με τις αντίστοιχες ιταλικές (ΟΚΑΑ-Italmercati). Ειδικότερα, προϊόντα που προκαλούν ενδιαφέρον: ροδάκινα, βερύκοκα, ρόδια, αλόη, ελιές, προϊόντα ελιάς, μέλι, προϊόντα μελιού, μπύρα, κορινθιακή σταφίδα, κρόκος. Η ελληνική πρωτογενής παραγωγή λόγω ομοειδούς χαρακτήρα, είναι ανταγωνιστική με την ιταλική. Κατά συνέπεια ενδείκνυται εστιασμός, λόγω των απαιτητικών προδιαγραφών ιταλικής αγοράς, στη διείσδυση γαστρονομικών προϊόντων μας με διακριτή ποιότητα (niche market, niche products).
Εν προκειμένω, προτείνεται η συντεταγμένη, μέσω προωθητικών δράσεων, υποστήριξη προϊόντων γαστρονομίας, όπως αυγοτάραχο, κρασί, αρτοποιήματα, μέλι, μαστίχα, καθώς και προϊόντων ΠΟΠ/ΠΓΕ. Η κατανάλωση ιχθυηρών στην Ιταλία εκτιμάται ότι υπερβαίνει τον μέσο όρο της ΕΕ σε 25,9 κιλά κατά κεφαλή. Οι επιχειρήσεις του κλάδου συνολικά υπολογίζονται σε 10.000 εκ των οποίων το 1/3 αφορά στην ιχθυοκαλλιέργεια, ενώ ο κλάδος κυριαρχείται από τις εισαγωγές.
Οι εξαγωγές ιχθυηρών στην Ιταλία, το 2021, αντιστοιχούν σε ποσοστό 6,4% επί του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών (255 εκατ. ευρώ). Όσον αφορά το πεδίο του διμερούς εμπορίου οίνου Ελλάδας-Ιταλίας, σύμφωνα με προσωρινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, οι ελληνικές εξαγωγές διαμορφώθηκαν, το 2021, σε 2.335.501 ευρώ, σημειούμενης αύξησης 502,93%, σε σχέση με το προηγούμενο έτος (387.358 ευρώ). Αντίστοιχα, οι ελληνικές εισαγωγές ιταλικών οίνων αυξήθηκαν, το 2021, κατά 58,07% και συνολική αξία 16.985.894 ευρώ. Τα μεγέθη των ποσοτήτων ελληνικών εξαγωγών οίνων στην Ιταλία σημειώνουν εντυπωσιακή μεταβολή το 2021, με αύξηση κατά 1.236,64% (2021: 2.560.381 κιλά έναντι 2020: 191.553 κιλά). Ωστόσο, η τιμή ανά κιλό των εξαγόμενων ποσοτήτων, καταγράφει σημαντική μείωση κατά 54,95% (2021: 0,91 ευρώ/κιλό έναντι 2020: 2,02 ευρώ/κιλό), γεγονός που, ενδεχομένως, υποκρύπτει ότι σημαντική ποσότητα των εξαγωγών, προορίζεται για ενεργητική τελειοποίηση οίνων και επανεξαγωγή.
Η υψηλή ποιότητα ελληνικών οίνων, με στόχευση στα συγκριτικά πλεονεκτήματα των αυτόχθονων οινικών ποικιλιών, αποτελεί "διαβατήριο" ποιοτικής υπεραξίας ελληνικών οίνων από τη τοποθέτησή τους στην, υψηλών προδιαγραφών ιταλική οινική αγορά, συνεκτιμώντας το κεκτημένο των εξοικειωμένων/ευνοϊκά διακείμενων Ιταλών καταναλωτών, λόγω του υψηλού τουριστικού ρεύματος στην Ελλάδα (1,55 εκατ. αφίξεις το 2019, προ πανδημίας). Επιπλέον, υφίστανται δυνατότητες προώθησης ελληνικών προϊόντων φυσικών καλλυντικών και συστατικών τους, λόγω της σημειούμενης τάσης του ιταλικού καταναλωτικού κοινού προς τα εν λόγω προϊόντα.
Στις Περιφέρειες της Β. Ιταλίας, που διαθέτουν το υψηλότερο κατά κεφαλή ΑΕΠ και κατατάσσονται μεταξύ των πρώτων θέσεων στην Ευρώπη, ενυπάρχουν ευκαιρίες για αύξηση του μεριδίου των ελληνικών προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας. Η διακριτή αγοραστική δύναμη των καταναλωτών της Β. Ιταλίας προβάλλει, εν δυνάμει, ευκαιρίες εισόδου των ελληνικών προϊόντων.
Συμπερασματικά, στο πεδίο του διμερούς εμπορίου αγαθών, υφίστανται ευρείες προοπτικές διεύρυνσης για τον ελληνικό αγροδιατροφικό τομέα στην ιταλική αγορά, που πρωταγωνιστεί και διαχρονικά αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο ποσοστό της συνολικής αξίας των ελληνικών εξαγωγών, με κύρια προϋπόθεση την ύπαρξη ολοκληρωμένης στρατηγικής, συνεργειών και συνεκτικών στοχευμένων δράσεων προβολής και προώθησης. Στο πεδίο του διμερούς εμπορίου υπηρεσιών, ο τουρισμός αναμφισβήτητα κατέχει τη μερίδα του λέοντος.