Την περασμένη δεκαετία, η διάθεση των ταξιδιωτών να μείνουν σε ένα μοναδικό κατάλυμα σε καλή τιμή και να αποκτήσουν αυθεντικές εμπειρίες από την καθημερινή ζωή των ντόπιων του προορισμού, ικανοποιούνταν από την Airbnb.
Υπήρχε βέβαια το ρίσκο ότι οι εικόνες των σπιτιών της Airbnb μπορεί να μην ανταποκρίνονταν πλήρως στη πραγματικότητα, όμως η χαμηλή τιμή αποζημίωνε τους ταξιδιώτες για τυχόν απογοήτευση των προσδοκιών τους.
Σήμερα, τα σπίτια της Airbnb φαίνεται να ακολουθούν την πορεία της Uber, με τις χαμηλές τιμές να αποτελούν παρελθόν, και, σε ορισμένες περιπτώσεις, το κόστος διαμονής να ξεπερνά ακόμη και το αντίστοιχο των ξενοδοχείων.
Οι ιδιοκτήτες μπορούν να χρεώνουν μεγάλα ποσά για χώρους που απογοητεύουν, ενώ πολλοί επιλέγουν το εργαλείο «Έξυπνης Τιμολόγησης» (Smart Pricing), το οποίο αξιοποιεί έναν αλγόριθμο ανεβάζοντας την τιμή βάσει της ζήτησης.
Επιπλέον, τα στοιχεία που κάποτε ήταν ελκυστικά, πλέον θεωρούνται ξεπερασμένα. Για παράδειγμα, το τσεκ ιν και το τσεκ άουτ στα σπίτια της Airbnb μπορεί να είναι ταλαιπωρία, ενώ πλέον είναι δυσκολότερο να βρει κανείς μια μοναδική εμπειρία διαμονής – η Νέα Υόρκη, για παράδειγμα, έχει περισσότερα Airbnb από διαμερίσματα προς ενοικίαση.
Από το 2007, έτος κατά το οποίο ιδρύθηκε η Airbnb, τα ξενοδοχεία πασχίζουν να αποτινάξουν την «ταμπέλα» του παρωχημένου είδους φιλοξενίας και να ανταγωνιστούν τη φιλοξενία σε έναν φάρο ή σε ένα χώρο που στέγαζε εργοστάσιο. Κατά τη διάρκεια δε της πανδημίας, όταν τα αυτοεξυπηρετούμενα καταλύματα προκάλεσαν την έκρηξη των staycation, τα πράγματα εντάθηκαν. Τα ταξίδια έγιναν πολύ πιο εύκολα την τελευταία δεκαετία και η έλλειψη ξενοδοχειακών δωματίων σε συνδυασμό με την έκρηξη των staycation πυροδότησε την περαιτέρω ανάπτυξη της Airbnb. Επιπλέον, η άνθιση της απομακρυσμένης εργασίας οδήγησε σε αύξηση της ζήτησης για βραχυχρόνιες μισθώσεις, ωθώντας τις τιμές σε ακόμα υψηλότερα επίπεδα.
Την περασμένη χρονιά, η αξία της Airbnb αποτιμήθηκε σε 113 δισ. δολάρια, έναντι 75 δισ. δολαρίων το 2020.
Όμως, ενώ κατά τη διάρκεια της πανδημίας όλοι επιθυμούσαν ένα απομονωμένο μέρος για να μείνουν, πλέον όλοι προτιμούν την άνεση και να νιώσουν ότι η ζωή έχει επιστρέψει στην κανονικότητα. Αυτό σημαίνει ότι τα ξενοδοχεία, που έχουν πληγεί σημαντικά από την πανδημία, κερδίζουν ξαφνικά μεγαλύτερο μερίδιο ταξιδιωτών προσφέροντας ανταγωνιστικές τιμές και το «προσωπικό στοιχείο» που άλλοτε ήταν το πλεονέκτημα της Airbnb, όπως σπιτικά μπισκότα, αξιόπιστο Wi-Fi και υπηρεσίες υποδοχής.
Τα μπουτίκ ξενοδοχεία προωθούν την «τοπική οπτική» της φιλοξενίας, ενώ οι οικονομικές ξενοδοχειακές αλυσίδες δίνουν έμφαση στην καθαριότητα, βρίσκονται σε κεντρικά σημεία και προσφέρουν απεριόριστο πρωινό, προσφέροντας στους ταξιδιώτες τη δυνατότητα να νιώσουν μικρότερη αβεβαιότητα σε μια εποχή ανάκαμψης της ταξιδιωτικής βιομηχανίας.
Πολλοί ταξιδιώτες αναφέρουν στην Telegraph ζητήματα ασφάλειας στα σπίτια της Airbnb, καθαριότητας και ημιτελών ηλεκτρολογικών και λοιπών εργασιών. Οι ιδιοκτήτες τέτοιων σπιτιών μπορεί να ζουν πολύ μακριά από τα σπίτια που ενοικιάζουν στην Airbnb, και ενώ στα πρώτα χρόνια της πλατφόρμας οι περισσότεροι ενοικίαζαν τα σπίτια τους για συμπληρωματικά εισοδήματα, πλέον όσοι ενοικιάζουν μια δεύτερη οικία, αντιμετωπίζουν τη δραστηριότητα με όρους επαγγέλματος.
Ως αποτέλεσμα, τα ξενοδοχεία δημιούργησαν προγράμματα πιστότητας προσφέροντας στους επισκέπτες εκπτώσεις στις τοπικές επιχειρήσεις και εμπειρίες, ελπίζοντας σε επαναλαμβανόμενους επισκέπτες, κάτι στο οποίο δε μπορεί να βασιστεί η Airbnb. Άλλωστε, οι ξενοδοχειακές κρατήσεις το τελευταίο διάστημα προσεγγίζουν τα επίπεδα 2019.