Στις 17 Ιουλίου, η ΠΟΞ έστειλε επιστολή προς την ηγεσία του υπουργείου Τουρισμού, ενημερώνοντας για προβλήματα που έχουν καταγραφεί από την έναρξη της τουριστικής περιόδου, καθώς και για προτάσεις της προκειμένου να ξεπεραστούν. Για παράδειγμα αναφέρει ότι τα υγειονομικά πρωτόκολλα λειτουργίας όλων των επιχειρήσεων πρέπει να είναι ανάλογα και η τήρησή τους να ελέγχεται με τον ίδιο τρόπο. “Δεν είναι δυνατόν να προκαλείται στις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις μια αύξηση στο κόστος λειτουργίας λόγω της εφαρμογής των υγειονομικών πρωτοκόλλων της τάξεως του 5-7%, να τους απαγορεύεται να χρησιμοποιούν τις εσωτερικές κολυμβητικές δεξαμενές, να τους επιβάλλονται ανεφάρμοστοι περιορισμοί στη λειτουργία του μπουφέ, να υποχρεώνονται να συμβληθούν με ιατρό κ.λπ. και γύρω μας να βλέπουμε σε παραλίες, bar, νυχτερινά κέντρα κ.λπ. να μην εφαρμόζεται κανένα απολύτως μέτρο. Για ποιο λόγο υπό αυτές τις συνθήκες να απαιτούμε από τον πελάτη να διαμένει σε ένα αποστειρωμένο ξενοδοχείο;” αναρωτιέται η ομοσπονδία.
Ακολουθεί η επιστολή:
Προς
κ. Χάρη Θεοχάρη
Υπουργό Τουρισμού
κ.Μάνο Κόνσολα
Υφυπουργό Τουρισμού
Αξιότιμε κύριε Υπουργέ,
Αξιότιμε κύριε Υφυπουργέ,
Από αρχές Μαΐου 2020 είχαμε επισημάνει με επιστολή μας στο αρμόδιο Υπουργείο Εσωτερικών την ανάγκη διαμόρφωσης ενός ξεκάθαρου πρωτοκόλλου εισόδου των οδικών τουριστών στη χώρα μας. Δυστυχώς οι προτάσεις μας αυτές δεν εισακούστηκαν, με αποτέλεσμα να
διαμορφωθεί η κατάσταση που σήμερα βιώνουμε και καλούμαστε να διαχειριστούμε.
Μετά τη λήψη, εν μέσω της τουριστικής περίοδού, του μέτρου του υποχρεωτικού τεστ πριν την είσοδο στη χώρα μας, οι κρατήσεις από τις βαλκανικές χώρες πάγωσαν και άρχισαν να ακυρώνονται και οι ήδη πραγματοποιθείσες. Μέσα σε μια ημέρα οι πληρότητες που σε ορισμένες περιοχές της Βόρειας Ελλάδας φαινόταν πως μπορεί να έφθαναν στο 40 και το 50% έπεσαν στο 20%! Αυτό δε συνέβη όχι λόγω αυτού καθ’αυτού του μέτρου (το οποίο άλλωστε και εμείς είχαμε προτείνει), αλλά εξαιτίας του γεγονότος πως αυτό προβλέφθηκε κατόπιν εορτής, εν μέσω της τουριστικής περιόδου, με αποτέλεσμα όποιος προγραμματισμός είχε γίνει να ανατραπεί και πάλι.
Προσπαθώντας να περιορίσουμε το αρνητικό κλίμα που δημιουργήθηκε και να τονώσουμε τη ζήτηση αναλάβαμε την πρωτοβουλία να προτείνουμε στα μέλη μας να «χρηματοδοτούν» το 50% του κόστους του τεστ για τους πελάτες τους, εφόσον το αποτέλεσμα είναι αρνητικό.
Παράλληλα εκτός από τις ακυρώσεις που δέχονται τα μέλη μας από τους οδικούς τουρίστες έχουν αρχίσει να έρχονται ακυρώσεις και από Έλληνες πελάτες μας. Και ο λόγος των ακυρώσεων αυτών είναι, σύμφωνα με τα λεγόμενα των πελατών, η (εσφαλμένη) εικόνα που δημιουργείται πως οι προορισμοί στους οποίους υπάρχουν κρούσματα δεν είναι ασφαλείς. Στο σημείο αυτό επανερχόμαστε στο αίτημα που έχουμε υποβάλει και με προηγούμενη επιστολή μας, προκειμένου να αποφευχθεί η (μη σκόπιμη ασφαλώς) έμμεση στοχοποίηση των περιοχών στις οποίες σημειώνονται κρούσματα, οι ανακοινώσεις να περιορίζονται σε συνολικό αριθμό κρουσμάτων και να μην αναλύεται η χωρική κατανομή τους. Εκτός ασφαλώς αν ο αριθμός των κρουσμάτων είναι τέτοιος που απαιτείται σε κάποια συγκεκριμένη περιοχή να
ληφθούν συγκεκριμένα μέτρα.
Είναι απόλυτα σαφές σε όλους μας πως τη φετινή χρονιά στόχος μας είναι να επιβιώσουμε εμείς και οι εργαζόμενοί μας και να διαφυλάξουμε, παράλληλα, την εικόνα της χώρας μας ως κορυφαίο τουριστικό προορισμό. Επειδή ωστόσο τα προβλήματα που βιώνουμε είναι πολλά και πολύ φοβούμαστε πως όσο μπαίνουμε μέσα στη σαιζόν θα γίνονται περισσότερα θα πρέπει, πέραν του σχεδιασμού για την επόμενη ημέρα που θα είναι εξίσου δύσκολη, να ληφθούν και επιπλέον μέτρα άμεσα, με κατεύθυνση τόσο την ενιαία αντιμετώπιση των τουριστών που εισέρχονται στη χώρα μας, όσο και την περαιτέρω ελάφρυνση επιχειρήσεων και εργαζομένων στον ξενοδοχειακό κλάδο.
Ως προς το πρώτο ζήτημα, αυτό των ελέγχων, σημειώνουμε τα εξής: Καταρχάς αν αποφασίζουμε ως χώρα πως θέλουμε για τη διασφάλιση της δημόσιας υγείας να κλείσουμε επί της ουσίας τα σύνορά μας στους περισσότερους τουρίστες (γιατί αυτό έγινε με τον οδικό τουρισμό με βάση την απόφαση που λάβατε εν μέσω της τουριστικής περιόδου για υποχρεωτικό τεστ) τότε αφενός μεν η ίδια αντιμετώπιση θα πρέπει να υπάρχει ανεξάρτητα από το μέσο με το οποίο ο επισκέπτης μας έρχεται στη χώρα (οδικώς, με πλοίο ή αεροπλάνο) και αφετέρου δε νοούνται “αποκλεισμοί” τουριστών βάσει της χώρας προέλευσης. Αφού θα επισκέπτονται τη χώρα μας μόνο
όσοι έχουν κάνει το σχετικό τεστ για ποιο λόγο στερούμε τη δυνατότητα να επισκεφθούν τη χώρα μας σε τουρίστες από τη Σερβία ή τη Ρωσία για παράδειγμα;
Περαιτέρω, από τη στιγμή που θελουμε να είμαστε (και είμαστε) ασφαλής προορισμός θα πρέπει τα υγειονομικά πρωτόκολλα λειτουργίας όλων των επιχειρήσεων να είναι ανάλογα και η τήρησή τους να ελέγχεται με τον ίδιο τρόπο. Δεν είναι δυνατόν να προκαλείται στις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις μια αύξηση στο κόστος λειτουργίας λόγω της εφαρμογής των υγειονομικών πρωτοκόλλων της τάξεως του 5-7%, να τους απαγορεύεται να χρησιμοποιούν τις εσωτερικές κολυμβητικές δεξαμενές, να τους επιβάλλονται ανεφάρμοστοι περιορισμοί στη λειτουργία του μπουφέ, να υποχρεώνονται να συμβληθούν με ιατρό κ.λπ. και γύρω μας να βλέπουμε σε παραλίες, bar, νυχτερινά κέντρα κ.λπ. να μην εφαρμόζεται κανένα απολύτως μέτρο. Για ποιο λόγο υπό αυτές τις συνθήκες να απαιτούμε από τον πελάτη να διαμένει σε ένα αποστειρωμένο ξενοδοχείο;
Ως προς τα μέτρα στήριξης των επιχειρήσεων τώρα θέλουμε να επαναλάβουμε πως την παρούσα περίοδο τα ξενοδοχεία είτε άνοιξαν, είτε όχι δεν έχουν έσοδα. Και πώς θα μπορούσαν να έχουν έσοδα όταν η μέση πληρότητα δεν υπερβαίνει το 20% και σε πολλές περιοχές κινείται σε μονοψήφια νούμερα. Οι επιχειρήσεις αυτές πώς θα μπορέσουν να φανούν συνεπείς στις υποχρεώσεις τους, στις δόσεις των ρυθμίσεων των ασφαλιστικών τους εισφορών και των υποχρεώσεών τους προς την εφορία; Πώς θα μπορέσουν να πληρώσουν τον ΕΝΦΙΑ που είναι ένας φόρος που δεν συνδέεται με τα έσοδα της επιχείρησης; Σημειώνουμε πως μέχρι σήμερα στις περισσότερες περιπτώσεις οι επιχειρήσεις δεν έχουν λάβει ούτε τα ποσά που προέρχονται από τα εργαλεία χρηματοδότησης που θεσπίσατε (ΤΕΠΙΧ ΙΙ, επιστρεπτέα προκαταβολή κ.λπ.) αν και αυτά έχουν εγκριθεί να χορηγηθούν προς αυτές.
Τα ξενοδοχεία άνοιξαν όχι γιατί περιμένουν να έχουν έσοδα. Το έπραξαν γιατί θεώρησαν πως αυτό ήταν το σωστό για την Ελλάδα μας και τον τουρισμό μας. Το έπραξαν αν και γνωρίζουν πως με αυτό τον τρόπο απλώς θα μεγαλώσουν τη δεδομένη οικονομική ζημιά τους και φοβούνται πως σε περίπτωση τυχόν κρούσματος θα υποστούν άνευ λόγου και αιτίας τεράστια δυσφήμιση. Δυστυχώς, όπως εξελίσσεται η κατάσταση, χρειάζεται να ληφθούν γενναίες αποφάσεις, προκειμένου οι επιχειρήσεις μας να μην υποχρεωθούν να διακόψουν οριστικά τη λειτουργία τους.
Κλείνοντας, θα θέλαμε να αναφερθούμε και στο πρόσφατο περιστατικό με τη μεταφορά δύο Ρουμάνων τουριστών, που διέμειναν σε κατάλυμα βραχυχρόνιας μίσθωσης, σε ξενοδοχείο καραντίνας . Παρά τις συνεχείς διαμαρτυρίες μας συνεχίζετε να επιτρέπετε εν μέσω συνθηκών COVID-19, χωρίς όρους και προϋποθέσεις, τη λειτουργία των καταλυμάτων βραχυχρόνιας μίσθωσης. Τα ξενοδοχεία καραντίνας δεν είναι νοσοκομεία. Βρέθηκαν, μετά από πολλές προσπάθειες και πιέσεις, προκειμένου σε αυτά να μπορούν να μεταφερθούν τουρίστες που διαμένουν σε νόμιμα αδειοδοτημένα τουριστικά καταλύματα. Καταλαβαίνουμε την ανάγκη να διαφυλαχθεί η εικόνα της χώρας και θα βοηθήσουμε για μια ακόμα φορά να βγείτε από ένα αδιέξοδο που οι ίδιοι δημιουργήσατε. Η μόνη απορία μας είναι πότε θα αποφασίσετε και εσείς από την πλευρά σας να προστατεύσετε το ελληνικό τουριστικό προϊόν και την ελληνική ξενοδοχία”.